- απολογία
- ηη υπεράσπιση από κάποια κατηγορία, η απόκρουση της κατηγορίας: Η απολογία του κατηγορουμένου δεν ήταν πειστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπολογία — ἀπολογίᾱ , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc/acc dual ἀπολογίᾱ , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίᾳ — ἀπολογίαι , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc pl ἀπολογίᾱͅ , ἀπολογία speech in defence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολογία — κ. γιά, η (AM ἀπολογία) [απόλογος] 1. απόκρουση κατηγορίας 2. δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς μσν. νεοελλ. 1. απάντηση 2. το δικαίωμα ν απολογηθεί κάποιος 3. αποπομπή, διώξιμο μσν. 1. άδεια για αποχώρηση 2. χαιρετισμός … Dictionary of Greek
ἀπολογίας — ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem acc pl ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίαι — ἀπολογία speech in defence fem nom/voc pl ἀπολογίᾱͅ , ἀπολογία speech in defence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίαν — ἀπολογίᾱν , ἀπολογία speech in defence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογιῶν — ἀπολογία speech in defence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίαις — ἀπολογία speech in defence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίη — ἀπολογία speech in defence fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίης — ἀπολογία speech in defence fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)